ΚΑΠΝΑΠΟΘΗΚΕΣ
Η Ιστορία της πόλης του Αγρινίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον καπνό. Τα κτίρια των καπναποθηκών είναι χώροι που έχουν σαφώς ιστορική, αρχιτεκτονική και πολιτιστική αξία για την πόλη. Αποτελούν δε, σημεία αναφοράς στον πολεοδομικό της χάρτη.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα η παραγωγή και η καπνεμπορία βρίσκονται στο απόγειό τους στην πόλη του Αγρινίου. Η εκλεκτή ποιότητα των αγρινιώτικων καπνών, η τεχνογνωσία των καπνεργατών του Αγρινίου, αλλά και το άριστο μάρκετινγκ των Αδελφών Παπαστράτου, Αδελφών Παναγοπούλου, Αδελφών Ηλίου, Αδελφών Παπαπέτρου, καθιστούν περιζήτητα τα Αγρινιώτικα καπνά στις αγορές του εξωτερικού. Επιπρόσθετα οι Αφοί Σακελλαριάδη, Αφοί Κόκκαλη, ο Θεμ. Καπέρδας, ο Αβαρίκος και ο Καμποσιώρας, ο Βασ. Παπαβασιλείου και ο Χαρ. Φαρμάκης, έκαναν το Αγρίνιο ένα από τα πιο ξακουστά κέντρα καπνοπαραγωγής και καπνεργασίας της χώρας.
Η μορφή των χώρων καπνεργασίας του Αγρινίου ακολουθούσε απολύτως τη λειτουργία τους. Καθώς χρειάζονταν φως στην επεξεργασία και σκιά στην αποθήκευση, αρχιτεκτονικά οι αποθήκες εξασφάλιζαν φως ψηλά και σκιά χαμηλά. Ως συνέπεια, στον πρώτο όροφο στιβάζονταν τα ανεπεξέργαστα καπνά πάνω σε ξύλινα τελάρα, γνωστά ως κρεβαταριές, ώστε τα καπνόφυλλα να αερίζονται και να προστατεύονται από το σάπισμα. Περιμετρικά υπήρχαν ανοίγματα που εξασφάλιζαν τον αερισμό του χώρου, ήταν όμως μικρά, για να περιορίζουν το φωτισμό. Στο δεύτερο όροφο γινόταν η επεξεργασία. Συμμετρικά με τον πρώτο όροφο φτιάχνονταν παράθυρα περιμετρικά, με μεγαλύτερο όμως άνοιγμα, για να εξασφαλίζουν περισσότερο φως.
Το εσωτερικό των καπνομάγαζων ήταν ενιαίο και οι στέγες ξύλινες τετράριχτες και καλύπτονταν από βυζαντινά κεραμίδια.
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό όλων των κτιρίων αυτών είναι ότι διέθεταν μόνο μια πόρτα κι αυτή με σχετικά μικρό άνοιγμα, αν σκεφτεί κανείς ότι επρόκειτο για δημόσια κτίρια βιομηχανικού χαρακτήρα.
Καταγεγραμμένες αποθήκες στην πόλη του Αγρινίου είναι: Παπαστράτου (πλατεία Παναγοπούλου), Παπαπέτρου (οδός Κ.Παλαμά), Ηλιού (οδός Μεσολογγίου), Παναγοπούλου, Αβαρίκου (Π.Σούλου & Παναγοπούλου), Χασουράκη, ΕΟΚ (οδός Μακρή), Παπαβασιλείου, Μπισδούνη (Μανδηλαρά & Παναγοπούλου).
Καπναποθήκη Παπαστράτου
Η οικογένεια Παπαστράτου, οικογένεια καπνεμπόρων των οποίων η ιστορία και η επιχειρηματική δραστηριότητα φτάνει μέχρι σήμερα, δημιούργησε το κτιριακό συγκρότημα των καπναποθηκών στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Το συγκρότημα στο σύνολό του αποτελείται από τρία κτίσματα. Ένα τριώροφο κεραμοσκεπές κτίριο που εκτείνεται επί της οδού Δεληγιώργη, ένα μικρότερο διώροφο που στέγαζε τις διοικητικές υπηρεσίες της εταιρείας, με εμφανή τα εκλεκτικιστικά μορφολογικά στοιχεία και με όψη επί των οδών Δ. Μακρή και Δεληγιώργη και ένα τρίτο νεότερο κτίριο κατασκευασμένο περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αρχές του 1970. Τα δύο πρώτα κτίσματα ανήκουν στο ίδρυμα Παπαστράτος και έχουν κριθεί διατηρητέα από το ΥΠΠΟ, καθώς αποτελούν αξιόλογα δείγματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με μεγάλες δυνατότητες αξιοποίησης. Το τρίτο κτίριο επί των οδών Παπαθανάση, Αναστασιάδη, Δαγκλή, Δ. Μακρή και Δεληγιώργη, χρησιμοποιούνταν ως καπναποθήκες (ενδεχομένως γινόταν εκεί και κάποια επεξεργασία - διαλογή καπνού), αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και πέντε ορόφους.
Καπναποθήκη Aδελφών Ηλιού
Οι καπναποθήκες κτίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και αποτελούν τυπικό δείγμα κτιρίου γι’ αυτή τη χρήση. Είναι ορθογώνιο πέτρινο κτίριο, με τρεις ορόφους και υπερώο, με αυστηρότητα στη μορφολογία των όψεων, που χαρακτηρίζονται από λιτότητα και συμμετρική διάταξη των ανοιγμάτων. Το κτίριο ανήκει σε ίδρυμα και παραμένει αχρησιμοποίητο για δεκαετίες. Τα κτιριολογικά του χαρακτηριστικά και η θέση του κάνουν αναγκαία την ανακαίνιση και την αξιοποίησή του.
Καπναποθήκη Καμποσιώρα
To κτίριο έχει αναπαλαιωθεί και σήμερα στεγάζει υπηρεσίες.
Καπναποθήκη Αδελφών Παπαπέτρου
Ένα από τα σημαντικότερα δείγματα ιστορικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που φτάνουν ως τις μέρες μας, ίσως το μεγαλύτερο που κατασκευάστηκε στο Αγρίνιο, είναι οι καπναποθήκες Αφων Παπαπέτρου, στη συμβολή των οδών Λ. Μαβίλη και Κ. Παλαμά, απέναντι από το κτίσμα του παλαιού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Η χωροθέτησή του, όπως και όλων των καπναποθηκών της πόλης, ήταν άμεσα συσχετισμένη με εκείνη του σιδηροδρόμου για λόγους διανομής.
Το κτήριο αυτό καθεαυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου, με έντονα art deco μοτίβα στην μόρφωση του κεντρικού θυρώματος. Είναι μικτής κατασκευής, από τα πρώτα τέτοια κτίσματα στην πόλη του Αγρινίου, με φέρουσα περιμετρική αργολιθοδομή (τοπικός ψαμμόλιθος), και φέροντα οργανισμό (υποστυλώματα, πλακοδοκοί) από οπλισμένο σκυρόδεμα. Χαρακτηρίζεται από ορθογωνική κάτοψη, απόλυτη συμμετρία κατά τους δύο άξονες και έναν κεντρικό χώρο κινήσεων αρθρωμένο με μεταλλική κατασκευή.
Η κατασκευή του κτηρίου φαίνεται να ξεκινά το 1923, όπως μαρτυρά η επιγραφή στην πρόσοψή του, και να ολοκληρώνεται το 1926, παράλληλα με την έναρξη της λειτουργίας του ως χώρος αποθήκευσης και επεξεργασίας καπνών Αγρινίου, υπό την διεύθυνση των τριών αδερφών Παπαπέτρου. Το 1929, διακόπτεται απότομα η οικονομική άνθιση λόγω του αμερικανικού οικονομικού κραχ, αφού κυρίως με την Αμερική γινόταν το εμπόριο των καπνών. Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά το βιομηχανικό κτίσμα μπαίνει σε μια συνεχή διαδικασία μεταβολής της χρήσης του ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Μετατρέπεται και προσαρμόζεται χωρίς ποτέ να εκπληρώσει το σκοπό της χρηστικής έπαρσης που το δημιούργησε. Σημειώνεται η λειτουργία του ως φυλακές Εβραίων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η επαναλειτουργία του το 1946 και για δύο έτη με περιορισμένης κλίμακας παραγωγή, η μετατροπή του σε σχολή χωροφυλακής την δεκαετία του ’50. Κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 χρησιμοποιείται ως αποθήκη του συνεταιρισμού ελαιών της Αγροτικής Τράπεζας, αποθήκη των καπναποθηκών Ιωαννίδη και Παναγόπουλου στη συνέχεια, ως την οριστική εγκατάλειψή του χώρου τη δεκαετία του ’80. Το 1992 το κτήριο κηρύσσεται διατηρητέο (ΦΕΚ Δ-536 α/ 02.06.1992), και το 1996 περνά στην ιδιοκτησία του Υπουργείου Πολιτισμού.